Θάνατος στο Κήπο των Ονείρων
Θάνατος στο Κήπο των Ονείρων
μια ιστορία της Μυθολογίας Κθούλου
Ξυπνώντας βρήκα δίπλα μου την γυναίκα μου νεκρή…
Πρέπει να ήταν οι πρώτες αχτίδες του ήλιου που πέφτοντας στα μάτια με έβγαλαν από τον ύπνο. Όχι κάποιος απρόσμενος ήχος ή κάποια έγνοια που δρασκελίζει τα τοιχώματα των ονείρων για να σύρει την συνείδηση πίσω στη θορυβώδη πραγματικότητα. Όχι! Ήταν απλά μερικές σιωπηλές αχτίδες που ξεγλιστρώντας μέσα στο κλειδωμένο δωμάτιο, ζέσταναν τα βλέφαρα μου. Και στην προσπάθεια να τις αποφύγω, γύρισα πλευρό. Εκεί, δίπλα μου, ξαπλωμένη, με το κεφάλι να κοιτάζει ψηλά στο ταβάνι, βρήκα την γυναίκα μου νεκρή.
Τα στεγνά μου χείλια μπόρεσαν να διαγράψουν ένα ισχνό χαμόγελο. Έτσι, όπως ήταν με βλέμμα ήσυχο μου θύμισε τις πρώτες μέρες της νιότης μας όταν σαράντα χρόνια πριν είχαμε ερωτευτεί και κάτω από ένα παλιό δέντρο στον λόφο λίγο πιο έξω από την πόλη, μου είχε ζητήσει να την παντρευτώ. Της απάντησα -πόσο λάθος ήμουν τότε! – ότι ήταν μάταιο. Πως αφού ξέρουμε ότι ο κόσμος θα έρθει σ’ ένα τέλος πιο φρικτό από οτιδήποτε έζησε η ανθρωπότητα, γιατί εμείς να ενώσουμε της μοίρες μας. Λάθος! Πόσο λάθος…
Σαράντα χρόνια πέρασαν γεμάτο πίκρες, βάσανα και κακουχίες. Κάθε ημέρα που ξημέρωνε ήταν πιο φρικιαστική από την χθεσινή. Τα ταξίδια πιο δύσκολα, η τροφή σπανιότερη. Ακόμη και ο αέρας… υπήρχαν μέρες που τα πνευμόνια γέμιζαν με μαύρη στάχτη που έβρεχε ο ουρανός. Κι όμως, η μόνη μου παρηγοριά ήταν εκείνη. Στα μάτια της βυθιζόμουνα κάθε φορά που το σώμα μου υπέφερε. Στο χαμόγελο της έσβηνα κάθε μου πόνο. Ακόμη και τότε που έπαψε και εκείνη να χαμογελά, παρέμενε το ίδιο όμορφη … έστω στη δική μου ματιά.
Τώρα; Τώρα είναι νεκρή – τουλάχιστον εκείνη. Δεν θα αντικρίσει την καταστροφή, τις οδύνες που θα ακολουθήσουν. Θυμάμαι κάποτε πόσο πολύ την είχε συνεπάρει το κήρυγμα ενός περιπλανώμενου προφήτη, για την μεταμόρφωση του ανθρώπου που θα φέρει η Μεγάλη Συγκομιδή. Πως δεν θα έπρεπε να λυπόμαστε – έλεγε – για όλα όσα μας συνέβαιναν τώρα, πως θα έρθει η ημέρα που η ανθρωπότητα θα υπηρετήσει τον μεγαλύτερο σκοπό για τον οποίο πλάστηκε και προοριζόταν. Τα μάτια της θυμάμαι γέμιζαν από ενθουσιασμό, και εγώ απλά της χάιδευα τα μαλλιά κουνώντας το κεφάλι σαν να την πίστευα. Δεν καταλάβαινα λέξη από όσα έλεγε όμως – και ποτέ δεν της το ομολόγησα αυτό – απλά χαιρόμουν που παρά τις αρρώστιες, την φτώχια και την καταστροφή που μας περιέβαλε, είχε βρει κάτι για να χαμογελάει ξανά.
Και τώρα; Τώρα είναι νεκρή – και εγώ μπορώ επιτέλους να ησυχάσω. Στην ηλικία μου βέβαια το να είσαι μόνος δεν είναι εύκολο. Από την άλλη όμως, πόσο ακόμη μόνος θα είμαι; Άκουγα προχθές δυο περαστικούς να λένε για μια ομάδα αντιστασιακούς που συνέλαβε η αστυνομία, πως θέλανε να ζωστούν με εκρηκτικά και να πέσουν μέσα στην καρδιά του αναδυόμενου νησιού. Ήταν μάταιο όμως, όλοι το ξέρουν καλά. Τίποτα δεν μπορεί να σταματήσει την Επαναφορά από το διάστημα. Ακόμη και αν η Ρ’λύε βυθιστεί ξανά, Εκείνοι θα συνεχίσουν την πορεία τους για τον κόσμο μας. Γιατί δεν είναι το νησί ο λόγος που έρχονται, αλλά τα όνειρα μας που σαν φάρος μέσα στο αβυσσαίο σκοτάδι του σύμπαντος τους προσκαλούν.
Μα ας είναι! Τα πράγματα δεν μπορούν να γίνουν διαφορετικά τώρα. Και τώρα που εκείνη είναι νεκρή δεν με απασχολεί τίποτα. Μπορώ να σηκωθώ ήρεμος πια, να πάω μέχρι την άκρη του δωματίου, να σπάσω τις σφραγίδες και να ανοίξω τα παραθυρόφυλλα. Μέρες τώρα δεν το έκανα γιατί φοβότανε. Ο ήχος από τον άνεμο όπως και οι κραυγές απόγνωσης στον δρόμο την σκίαζαν. Και κάθε φορά την έπαιρνα αγκαλιά να την κοιμίσω. Μερικές φορές της έλεγα και κάποια παλιά παραμύθια, όπως εκείνα που τραγουδούσαν κάποτε, για την όμορφη κυρά μέσα στον κήπο τον προστατευμένο από τα ψηλά τείχη. «Έτσι σε προφυλάσσω και εγώ» της έλεγα, και εκείνη έκλεινε τα βλέφαρα της για να κουρνιάσει σαν μικρό πουλί.
Και τώρα; Τώρα το πουλί πέταξε. Ο κήπος έμεινε άδειος και εγώ μπορώ επιτέλους να σηκωθώ από το κρεβάτι. Το παράθυρο απέχει τρία βήματα ακριβώς. Θα τα κάνω. Είναι δύσκολο, έχω να φάω μέρες, μα θα τα κάνω. Καταλαβαίνω πως ο άνεμος δεν έχει κοπάσει έξω – μονάχα οι κραυγές – και όποιο θέαμα με περιμένει σίγουρα δεν θα είναι αυτό που επιθυμώ να δω. Μα τώρα που ο θάνατος μας βρήκε στον κήπο των ονείρων μας μπορώ πια ήσυχος να γυρίσω στην κόλαση που μου επιφυλάσσει η μέρα.
Το ξύλο στο βήμα μου τρίζει. Ο τοίχος στο άγγιγμα μου είναι παγερός. Οι σφραγίδες υποχωρούν καθώς τις τραβάω. Τα παράθυρα αρνούνται αρχικά, μα παραδίδονται στην θέληση μου να ανοίξουν.
Η σκόνη τους, καλύπτει την ματιά μου και στην αρχή όλα είναι θολά.
Πρώτα φτάνει ο ήχος, ένας απαλός βόμβος απλωμένος σε κάθε κατεύθυνση.
Έπειτα η μυρωδιά… σαπισμένη σάρκα από ακαθόριστα πτώματα.
Στη συνέχεια το φως, ένα αλλόκοτο λυκόφως που πνίγει όλα τα χρώματα σε ένα και μοναδικό, που δεν γνωρίζω το όνομα του.
Τέλος, οι μορφές να αποκτούν ζωή μπροστά μου. Ο ουρανός σκαμμένος από ψηλά, ο ήλιος ματωμένος. Ότι ερχόταν από μακριά ήταν πλέον εδώ.
Οι περιπλανώμενοι είχαν δίκιο τελικά! Οι τρελοί, οι ζητιάνοι και οι άρρωστοι. Όλοι είχαν δίκιο. Τώρα που ο θάνατος θα γίνει παρελθόν, όλοι στο θάνατο θα προσεύχονται. Μα και εκείνος θα φοβάται τόσο που στον τόπο αυτό, βλέμμα δεν θα ξαναρίξει…