Η Πόλη στον Βυθό

31/08/11 by

Η Πόλη στον Βυθό

Μια ιστορία της Μυθολογίας Κθούλου

από τον Γιώργο Ιωαννίδη

Τα χαρακτηριστικά στο πρόσωπο του ήταν μάλλον αυτά που με γοήτευσαν αρχικά. Είχε ένα γαλήνιο βλέμμα που σε συνδυασμό με το αρρενωπό του ύφος σε έκανε να τον ερωτευτείς εύκολα. Αυτός ήταν ο μυστηριώδης νεαρός ξένος που συναντούσα κάθε βράδυ όταν γυρνούσα από την δουλειά στο σπίτι.
Μπαίναμε στο ίδιο λεωφορείο –με διαφορά μιας στάσης– και οι δρόμοι μας χώριζαν αρκετή ώρα αργότερα, δίχως ποτέ όμως να έχουμε ανταλλάξει μια κουβέντα… μονάχα εγώ, να τον παρακολουθώ πιστά και στα κρυφά πίσω από τους δεκάδες όρθιους που μας χωρίζανε.
Δεν το κρύβω πως πολλές φορές είχα φανταστεί να τον πλησιάζω και με κάποιο πρόσχημα να του πιάνω το χέρι τρυφερά. Και τότε εκείνος θα με κοιτούσε. Θα μου χαμογελούσε και θα… χμ… ναι, καλά! Αυτά συμβαίνουν μόνο στα όνειρα μου!
Σήμερα πάντως τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Ο όμορφος ξένος μου (που μάλλον ήταν πιο γοητευτικός από ποτέ) μπήκε κανονικά στην στάση του, μπλέχτηκε κανονικά ανάμεσα στο πλήθος, άκουγε κανονικά την μουσική του από τα λεπτά, λευκά ακουστικά του, μόνο που… μόνο που ξαφνικά σήκωσε το κεφάλι και με είδε!
Και τότε μου χαμογέλασε – ένιωσα να σβήνω. Φοβήθηκα, όχι χάρηκα… δεν ξέρω. Ήταν σαν ένα όνειρο, ένα περίεργο όνειρο.
Δεν θυμάμαι αν του χαμογέλασα και εγώ. Θυμάμαι όμως να παγώνω, σχεδόν να χάνω τις αισθήσεις μου… αλλά όχι δεν λιποθύμησα. Αν γινόταν αυτό θα με έλουζε η απόλυτη ντροπή και αυτό ήταν το τελευταίο που χρειαζόμουν για να συναντήσω τον όμορφο ξένο μου.
Τελικά η ώρα πέρασε. Αυτός δεν με κοίταξε ξανά. Το λεωφορείο άδειαζε από κόσμο, και εγώ παρέμεινα ήσυχα να τον κοιτάζω περιμένοντας ένα νόημα –ή μια ευκαιρία– για να έρθω πιο κοντά.
Και κάπου εκεί, ενώ κουβέντιαζα με τις σκέψεις μου, το όχημα σταμάτησε στην στάση του και εκείνος κατέβηκε.
Δεν ξέρω πως, τι και από πού άντλησα την δύναμη, αλλά έσπασα την ασάλευτη στάση μου και πετάχτηκα στην έξοδο – νομίζω πάτησα το πόδι μιας κυριούλας που καθόταν μπροστά μου, και μάλλον έσπρωξα ένα παιδί που προσπαθούσε να βγάλει ψιλά από την τσέπη του για το εισιτήριο. Ειλικρινά δεν με ένοιαζε τίποτα. Το μόνο που λαχταρούσα πλέον ήταν να δω ξανά εκείνο το χαμόγελο. Ένα χαμόγελο αποκλειστικά για μένα.
Και κάπως έτσι βρέθηκα έξω, σε ένα δρομάκι που πρώτη φορά έβλεπα, να ακολουθώ έναν ξένο στον οποίο ποτέ νωρίτερα δεν είχα καν μιλήσει. Παραδόξως ένιωθα πως γνώριζε πως τον ακολουθούσα. Ίσως να με είχε προσέξει από καιρό ή απλά να έδειξε ενδιαφέρον σήμερα – ποιος ξέρει γιατί.
Εκείνο το χαμόγελο όμως που μου χάρισε στην διαδρομή ήταν ένα σημάδι σιγουριάς. Ένα κάλεσμα.
Τα λεπτά περνούσαν και ο όμορφος ξένος μου προχωρούσε ευθεία με εμένα να τον ακολουθώ λίγα βήματα πίσω του. Ήθελα να δω το σπίτι του. Και εκεί, στην άκρη της πολυκατοικίας, θα του μιλούσα.
Τότε ο ξένος έστριψε! Πανικοβλήθηκα – ένιωσα πως θα τον έχανα. Η κίνηση του ήταν τόσο γρήγορη που νόμισα πως θα σβήσει μέσα στο σκοτεινό, μικρό σοκάκι που μπήκε. Επιτάχυνα λοιπόν το βήμα μου και πέρασα και εγώ στις σκιές φτάνοντας στην πλάγια είσοδο μιας παλιάς πολυκατοικίας. Μέσα σκοτάδι, ο δρόμος μπροστά μου άδειος
«Τον έχασες!» σκέφτηκα παραπονεμένα. Και τότε το φως δίπλα μου άναψε, και κρατώντας την πόρτα ανοιχτή, ο όμορφος ξένος μου με κοιτούσε χαμογελαστός.
«Γεια σου. Με λένε Άγγελο».
Δεν είχα φωνή. Δεν είχα θάρρος. Απλά του έδωσα το χέρι και εκείνος μου το έσφιξε. Η παλάμη του ήταν ζεστή, και η χειραψία του δυνατή μα στοργική κάνοντας κάτι σαν ρεύμα ηλεκτρικό να διαπεράσει ολόκληρο το κορμί μου. Στεκόταν εκεί μπροστά μου χαμογελαστός, ενώ εγώ συνέχισα να τον κοιτάζω σαστισμένα.
«Ξέρεις… χάρηκα πολύ που ήρθες απόψε. Έλα επάνω!»
Και εγώ τον ακολούθησα. Λες και είχα υπνωτιστεί, μπήκα μαζί του στο στενό ανελκυστήρα, εγώ και αυτός – μαζί, για πρώτη φορά μαζί. Και όλα έμοιαζαν σαν όνειρο.

***

Καθ’ όλη την άνοδο δεν βγάλαμε άχνα. Δεν ξέρω αν ντρεπόταν –αν και νομίζω πως όχι– αλλά καθώς περνούσε η ώρα άρχισα να νιώθω ολοένα και πιο άνετα. Ίσως πολύ πιο άνετα από ότι θα φανταζόμουν.
Όπως και να έχει, ο ανελκυστήρας μας έφερε στον όροφο του. Νομίζω πως ήταν ο πέμπτος…
Βγήκε πρώτος και άναψε τα φώτα. Μετά ακολούθησα εγώ και μαζί φτάσαμε μπροστά σε μια ξύλινη παλιά πόρτα. Τότε μου χαμογέλασε ξανά και μου είπε «Σ’ ευχαριστώ που ήρθες».
Έπειτα χτύπησε τρεις φορές την γροθιά του στο ξύλο και η πόρτα άνοιξε μπροστά μας.
Το πρώτο πράγμα που ένιωσα ήταν η μυρωδιά. Δεν ήταν άσχημη, αντιθέτως θα έλεγα – ήταν ένας συνδυασμός από λιβάνι με άλλα γλυκά μυρωδικά της φύσης.
Έπειτα πρόσεξα την φιγούρα: κάποιος (άντρας ή γυναίκα δεν μπορούσα να ξεχωρίσω λόγο της μάσκας) φορώντας ένα μακρύ μαύρο μανδύα που κάλυπτε ολόκληρο το σώμα του στεκόταν στην είσοδο. Το κεφάλι του ήταν εξίσου καλυμμένο από την κουκούλα αφήνοντας μονάχα το ψεύτικο πρόσωπο του ορατό. Τα μάτια του πίσω από τις τρύπες της μάσκας με περιεργάζονταν και για μια στιγμή νομίζω πως ήθελα να με αγγίξει.
«Ο προφήτης ήρθε» είπε ο Άγγελος, και πιάνοντάς με ευγενικά από το χέρι με οδήγησε μέσα στο διαμέρισμα.
Ο χώρος ήταν φωτισμένος με μερικά διάσπαρτα λευκά κεριά και έτσι δεν μπορούσα να δω κάθε λεπτομέρεια του χώρου. Δεν υπήρχαν βέβαια και πολλά να δω καθώς μετά τον διάδρομο, το κεντρικό δωμάτιο ήταν άδειο από έπιπλα. Μονάχα στο κέντρο υπήρχε ένα ωοειδές δοχείο σε χρώμα ασημί, αρκετά μεγάλο για να χωρέσει έναν άνθρωπο. Γύρω του στέκονταν ακόμη τέσσερα άτομα, όλοι ντυμένοι με τους ίδιους μαύρους μανδύες.
Από κανέναν δεν καταλάβαινα το φύλο ή την ηλικία καθώς όλοι κάλυπταν τα πρόσωπα τους με περίεργες μάσκες. Το όλο σκηνικό ήταν απόκοσμο μα ακόμη πιο τρελό ήταν η δική μου στάση.
Αντίθετα με πριν, την διαδρομή στο λεωφορείο και το βάδισμα στην ξένη γειτονιά, τώρα δεν ένιωθα απολύτως κανένα φόβο λες και… λες και βρέθηκα ξανά στο σπίτι μου! Όμως αυτό δεν ήταν το σπίτι μου. Αυτοί δεν ήταν οι γονείς μου. Και αυτό στο κέντρο του δωματίου σίγουρα δεν ήταν το κρεβάτι μου.
Άφησα το χέρι του Άγγελου και πλησίασα σιγά-σιγά στο κέντρο. Το δοχείο δεν ήταν άδειο – το πρόσωπο μου καθρεπτιζόταν σε κάτι υγρό: νερό;
Τότε ένας από τους μασκοφορεμένους με πλησίασε και με έρανε. Μετά ένας άλλος μου άγγιξε το μέτωπο. Ο τρίτος μου χάιδεψε τα χέρια και το τελευταίος έβαλε την παλάμη του στο στήθος μου.
Πίσω τους στεκόταν ο Άγγελος που τώρα πια φορούσε και αυτός ένα μαύρο μανδύα. Με πλησίασε και μου ψιθύρισε στο αυτί «Είσαι εδώ για να μάθεις. Είμαστε εδώ για να μάθουμε. Εσύ είσαι ο προφήτης!»
Και αφού με κοίταξε μου χαμογέλασε ξανά με εκείνο το ζεστό του τρόπο.

***

Οι στιγμές πέρασαν γρήγορα. Δεν καταλάβαινα πολλά από όσα γίνονταν γύρω μου αλλά –ναι το ομολογώ είναι περίεργο– συνέχισα να μην φοβάμαι.
Στο μεταξύ οι τέσσερις επέστρεψαν στην θέση τους μουρμουρώντας ρυθμικά κάτι που θύμιζε αρχαία γλώσσα. Ο πέμπτος κρατώντας ένα μικρό καμπανάκι, δονούσε στα τέσσερα σημεία του δωματίου προφέροντας κάποια λόγια. Και ο Άγγελος… ο Άγγελος άρχισε να με γδύνει βγάζοντας μου αργά-αργά κάθε ρούχο που σκέπαζε το κορμί μου.
Έπειτα μου έδωσε να πιω ένα πηχτό υγρό και με βοήθησε να μπω μέσα στο δοχείο.
«Κλείσε τα μάτια σου» μου ψιθύρισε σφίγγοντας μου το χέρι «και μην φοβάσαι. Όλα θα πάνε καλά!»
Τότε ο ρυθμός άλλαξε και οι μαυροντυμένοι άγνωστοι έψαλαν κάτι που τώρα μπορούσα να καταλάβω. Δεν ξέρω από πού, δεν ξέρω πότε αλλά δεν ήταν πρώτη φορά που άκουγα αυτό το όνομα. Ήταν μια περίεργη λέξη βγαλμένη λες και από όνειρο: Κθούλου… Κθούλου…
«Ία Ία Κθουυλουυ, Ία Ία Κθουυλουυ, Ία Ία Κθουυλου» υμνούσαν οι άγνωστοι παρασέρνοντας με σε μια ζαλάδα που έκανε το σώμα μου να χαλαρώσει. Κάπως έτσι αφέθηκα μέσα στο υγρό και άρχισα σιγά-σιγά να βυθίζομαι χάνοντας τις αισθήσεις μου μέχρι που…
σιωπή – οι φωνές είχαν σβήσει – τα φώτα των κεριών δεν υπήρχαν πια – όλα ήταν κενό – τίποτα … μα
Κάτι υπήρχε στο βυθό. Ένας ήχος από μακριά, μια απόκοσμη μουσική που με πλησίαζε… και ξαφνικά… το σώμα μου βάρυνε, οι αισθήσεις μου επανήλθαν και ένιωσα να πνίγομαι μέσα σε αλμυρό νερό. Γύρω μου υπήρχε σκοτάδι, το πηχτό μαύρο της νύχτας όταν δεν έχει φεγγάρι αλλά μόνο αστέρια. Και με μια δυνατή κίνηση κατάφερα να βγω στην επιφάνεια. Το κεφάλι μου ξεμύτισε πάνω από τους παφλασμούς των κυμάτων. Δεν ξέρω που βρισκόμουν αλλά η θάλασσα στην οποία κολυμπούσα τώρα ήταν άγρια σαν κάτι μεγάλο να την αναστάτωνε. Κάτι που σύντομα μπόρεσα να διακρίνω από μακριά.
Στην αρχή ήταν πύργοι που έμοιαζαν να σκίζουν τον ουρανό με το ύψος τους. Έπειτα ακολούθησαν οι κυβοειδής άκρες από αλλόκοτα κτίρια. Στην συνέχεια εμφανίστηκαν ακόμη πιο παράξενοι σχηματισμοί που δεν έχω λέξεις για να τους περιγράψω. Καταλάβαινα όμως πως ότι και αν ήταν, σηκωνόταν από τον βυθό της θάλασσας. Μεγαλειώδες, τιτάνιο και απερίγραπτα αρχαίο.
Ήταν μια πόλη κλεισμένη στο νερό. Ξεχασμένη από τον χρόνο. Αφημένη στην άβυσσο των ωκεανών – μαύρη σαν την νύχτα, αινιγματική όσο τίποτα άλλο και τώρα πλέον βρισκόταν υψωμένη ολάκερη μπροστά μου.
Σιγά σιγά τα νερά ηρέμησαν. Τα μεγάλα κύματα έγιναν απαλές κινήσεις και η άλλοτε αγριεμένη θάλασσα σώπασε αφήνοντας με να θαυμάσω την πολιτεία που έκρυβε στην αγκαλιά της.
«Τι βλέπεις;» άκουσα την φωνή του Άγγελου να φτάνει από μακριά. «Μίλησε μου προφήτη!» είπε πάλι και ένιωσα το σώμα μου να γίνεται βαρύ και να βυθίζεται, να μικραίνει μέσα στον ωκεανό και να σβήνει ξανά στο απόλυτο μαύρο του τίποτα.
«Καλός ήρθες πίσω προφήτη»… ο ήχος από την φωνή του μου έκανε να ανοίξω τα μάτια. Γύρω του στέκονταν οι πέντε μασκοφορεμένοι, να με κοιτάζουν ανυπόμονα. Πλέον γνώριζα τι γινόταν. Ήξερα τις λέξεις και το νόημα τους. Και ανοίγοντας τα βρεγμένα μου χείλια ψέλλισα «Η R’lyeh αναδύθηκε ξανά»…

Related Posts

Tags

Share This

1 Comment

  1. strange

    fovero story:)))