Είμαι!
Είμαι!
του John Clare (1845)*
Είμαι – μα ότι είμαι ουδείς νοιάζεται ή γνωρίζει.
Οι φίλοι με λησμόνησαν σαν χαμένη μνήμη:
Είμαι εγώ που στα δεινά αναλώνομαι –
που υψώνονται και σβήνουν σε φιλόξενη λήθη,
σαν σκιές στου έρωτα την ξέφρενη πνιγερή αγωνία.
Και να, είμαι, και υπάρχω – σαν ατμοί που περιστρέφονται.
Μέσα στο τίποτα της καταφρόνιας και του θορύβου,
μέσα στην ζωντανή θάλασσα των άυπνων ονείρων,
όπου δεν υπάρχει αίσθηση ζωής μήτε καν τέρψης,
μα μονάχα το αχανές ναυάγιο για της ζωής μου το σέβας.
Ακόμη και τους μονάκριβους που αγάπησα πιο πολύ,
είναι ξένοι – όχι, μάλλον, άγνωροι περισσότερο και από τον καθένα.
Λαχταρώ για τοπία όπου άνδρες δεν έχουν βαδίσει.
Ένα τόπο όπου γυναίκες δεν χαμογέλασαν ποτέ μήτε έχουν δακρύσει,
εκεί να παραμένω μαζί με τον Δημιουργό μου, τον Θεό,
και να κοιμάμαι όπως όταν σαν παιδί γλυκά αποκοιμιόμουν,
άκοπα και ατάραχα όπου θα ξαποσταίνω.
Το γρασίδι κάτω – επάνω ο θόλος του ουρανού.