Για τον καθρέφτη ως σύμβολο…
Όταν η μητριά της Χιονάτης ζήτησε από τον καθρέφτη να της δείξει την πιο όμορφη κόρη του κόσμου, εκείνος δεν μπορούσε παρά να της πει την αλήθεια. Οι καθρέφτες όμως δεν μπορούν να αποκαλύψουν την αλήθεια αφού εξαρτώνται από την πηγή όπως η Σελήνη από τον Ήλιο που το φως του αντανακλά.
Γι’ αυτό και ο καθρέφτης συνδέθηκε τόσο έντονα με το γυναικείο φύλο αλλά και την ματαιοδοξία διότι η παθητική του φύση κάνει εκείνον που θα πιστέψει στο καθρεπτισμένο είδωλο, ισχνό μπροστά στη δύναμη της ψευδαίσθησης, φθαρτό μπροστά στη φευγαλέα ματιά της αντανάκλασης που υπάρχει όσο υφίσταται το αντικείμενο που θεάται.
Για τους αρχαίους, ο καθρέφτης αντιμετωπίζεται σχεδόν πάντα σαν παγίδα. Αρκεί να θυμηθούμε εδώ τον μικρό Διόνυσο που οι τιτάνες κατόρθωσαν να συλλάβουν και να διαμελίσουν μονάχα όταν άφησαν μπροστά του ένα καθρέπτη. Παρόμοια ο Νάρκισσος, γνώρισε τον θάνατο όταν συνάντησε το πρόσωπο του στην αντανάκλαση της λίμνης. Σε κάθε περίπτωση, ο καθρέπτης φανερώνει το ορατό, μας εξωθεί να εγκαταλείψουμε την εικόνα που έχουμε για τον εαυτό μας και να την αντικαταστήσουμε με το προφανές, με την εικόνα που εκείνος μας παρουσιάζει. Ο καθρέφτης μας βγάζει με αυτό τον τρόπο από την απομόνωση των ιδεών μας και μας κάνει πραγματικούς, γι’ αυτό και μας εισάγει στο θάνατο, στη φθαρτότητα όπως οι ρυτίδες που ασχολίαστα μας δείχνει.
Σε καμία περίπτωση όμως η εικόνα του καθρέπτη δεν υποκαθιστά την αλήθεια! Η ουσία των πραγμάτων παραμένει αφανής κάτω από την επιδερμίδα της αντανάκλασης. Μ’ αυτή ταυτίζεται μονάχα εκείνος που διστάζει να γνωρίσει το βάθος της ψυχής του, γι’ αυτό και προτιμά το επίπεδο είδωλο που αρχίζει και σταματά στα προκαθορισμένα όρια του καθρέφτη. Το καθρέφτισμα αυτό είναι η σκιά της ψυχής, στο είδωλο τούτου διακρίνουμε όχι την φυσική ελευθερία του πνεύματος αλλά τους περιορισμούς που μας πρόσθεσαν και τώρα ο καθρέπτης με τον τρόπο του αντικειμενοποιεί μπροστά μας. Καθόλου παράξενο λοιπόν που δεν μας αρέσει το πρόσωπο που συναντάμε στον καθρέπτη…
Οι Έλληνες τοποθέτησαν στο κάτοπτρο (της ασπίδα της Αθηνάς) το πρόσωπο της Μέδουσας, το βλέμμα της οποίας απολιθώνει, παγιώνει, φυλακίζει το άτομο στη κατάσταση της προσωπικής του αγνωσίας. Στο καθρέπτη αντικρίζω αυτό που προβάλω και αυτό που προβάλω είναι ένας ξένος, το άγνωστο που επιδεκτικά μου θυμίζει τα όρια των πραγμάτων που δεν κατέχω ή που ενστικτωδώς γνωρίζω αλλά απεχθάνομαι αληθινά.
Κάπως έτσι έγινε και με την μάγισσα του παραμυθιού που η αλήθεια που της ομολόγησε ο καθρέφτης, αν και ποτέ δεν έγινε αρεστή, δεν έπαυε να αποτελεί την αλήθεια. Η δύναμη του καθρέφτη να δείχνει τα πράγματα αλλιώς και όχι όπως νομίζουμε πως είναι (ή είναι), φέρνει τον άνθρωπο λίγο πιο κοντά στο θαυμαστό. Ο καθρέπτης της Αλίκης δεν είναι το μοναδικό παράδειγμα. Ο Παυσανίας κάνει λόγο για ένα καθρέπτη στο ναό της Δέσποινας (Περσεφόνης) κοντά στη Λυκόσουρα όπου οι θνητοί φαίνονται «αμυδρώς» ενώ τα αγάλματα των θεών που αντανακλώνται στην επιφάνεια του, «εναργώς». Πως γινόταν αυτή η φαντασμαγορία; Δεν μας ενδιαφέρει εδώ η μηχανική του φαινομένου αλλά η μεταφυσική του γεγονότος καθώς το κάτοπτρο αυτό διδάσκει -όπως όλοι οι καθρέφτες άλλωστε- πως αισθητό δεν πρέπει να γίνεται το ορατό αλλά το υπεραισθητό όπως η Ψυχή του Κόσμου που καθρεφτίζεται στην ανθρώπινη συνείδηση ή το βλέμμα των εραστών που ο ένας διακρίνει στην κόρη των ματιών του άλλου, την αντανάκλαση του αιωνίου που κρύβει μέσα του, την ίδια την άσβεστη φλόγα της αγάπης.