Ο Πλατωνικός Ρομαντισμός στο Όνειρο του Δάντη
Ήταν το 1871 όταν ο Dante Gabriel Rossetti ολοκλήρωσε το μεγαλύτερο έργο του, τόσο σε διαστάσεις όσο ίσως και σε ποιότητα, με τίτλο Το Όνειρο του Δάντη. Ο πίνακας είναι ένα καλλιτεχνικό πετράδι της όψιμης περιόδου της Αδελφότητας των ΠροΡαφαηλιτών βασισμένο στο χωρίο ΧΧΙΙΙ του La Vita Nuova που έγραψε ο Δάντης το 1295, αρκετά χρόνια πριν από την σύνθεση της Θείας Κωμωδίας (1308-1321).
Σ’ αυτό, ο μεγάλος Ιταλός ποιητής περιγράφει πως κάποτε βρέθηκε ασθενής για εννιά μέρες, μέχρι που την ένατη, και ενώ συλλογιζότανε το τέλος της ζωής του, είδε σαν σε όνειρο τον θάνατο της Βεατρίκης (το 1290), της νεαρής γυναίκας που αν και αγαπούσε βαθιά, δεν της φανέρωσε ποτέ τα συναισθήματα του, για να αποτελέσει στην συνέχεια για τον ίδιο, το αντικείμενο του ιδεατού έρωτα.
«Πόσο λεπτή η ζωή, συλλογιζόμουν, κι αβέβαιη τη διάρκεια πόσο έχει, κι η θλίψη είχε τον Έρωτα βουβάνει. Κι είπε η ψυχή, ενώ πολύ λυπόμουν, στενάζοντας στη σκέψη που προσέχει: “Κάποτε η κυρά μου θα πεθάνει!” Και τότε μαύρο σπάραγμα με πιάνει […] Ύστερα τρομερά πράγματα είδα στο πλανερό το όραμα σαν μπήκα σ’ άγνωστο τόπο που το νου μαγεύει. […] Να δω χλωμό, βραχνό άντρα συνέβη που ‘λεγε: “Πως δεν τα έμαθες τα νέα; Νεκρή η κυρά σου, που ήταν τόσο ωραία”. […] Σαν έφτασα στην κρύπτη κυράδες της σκεπάζανε τα μέλη – κι έδειχνε αυτή τέτοια μακάρια λήθη σα να ‘λεγε “γαλήνη έχω στα στήθη”».
Την τραγική αυτή στιγμή αποτυπώνει με το πινέλο του μοναδικά ο Rossetti σ’ ένα πίνακα όπου τα πρόσωπα αν και άκρως ρεαλιστικά υπερβαίνουν τα αυστηρά περιθώρια του νατουραλισμού προβάλλοντας με την μελαγχολική θεατρικότητα τους, ένα ονειρικό ρομαντισμό και μια ιδιότυπη θέρμη που προκαλεί αισθήματα χαρμολύπης. Ο πύρινος χιτώνας του Έρωτα, το λευκό φόρεμα της Βεατρίκης, τα πράσινα ενδύματα των γυναικών με το πέπλο, δεν είναι τα κλασσικά χρώματα μιας κηδείας. Μονάχα ο Δάντης πλησιάζει μαυροφορεμένος…
Το πάτωμα είναι στρωμένο με παπαρούνες, αρχαία σύμβολα του Μορφέα που δηλώνει πως ο θάνατος είναι ύπνος. Στην δαντική ψυχολογία, υποστηρίζει ο Bruno Nardi, το όνειρο χρησιμεύει για να ξεκαθαρίσει με σημάδια και απτές εικόνες αυτό που δεν γίνεται αντιληπτό από την καθαρή λογική. Και το ανείπωτο εδώ μήνυμα, πιστεύω πως αφορά την (μυστική) σχέση του ανθρώπου με το θείο.
Δώστε ιδιαίτερο βάρος στα λόγια του Δάντη που όταν αντικρίζει για πρώτη φορά το νεκρό βλέμμα της αγαπημένης του, λέει «το πρόσωπο της τόσο γαλήνια όψη είχε, που έμοιαζε σαν να ‘λεγε “Ετοιμάζομαι να δω της ειρήνης την πηγή”. […] Τέτοια γαλήνη μου ήρθε βλέποντας την, που καλούσα το Θάνατο κι έλεγα […] “Χάρε, γλυκό σε κρίνω τώρα – και πια ευγενικός να είσαι αρμόζει, γιατί η κυρά μου πια δεν σου ‘ναι ξένη, και τα δικά σου λαχταρώ τα δώρα. Ποθώ ν’ ανέβω αυτή την ανηφόρα που τους δικούς σου οδηγάει στα νέφη. Έλα, η καρδιά σου γνέφει”».
Το μακάβριο αυτό κάλεσμα του ποιητή δεν έχει στόχο την νεκρική αποσιώπηση της συνείδησης αλλά ένα πέρασμα που φαίνεται να ολοκληρώνετε μονάχα στο πρώτο άσμα από τον Παράδεισο της Θείας Κωμωδίας. Εκεί, ο Δάντης σαν άλλος Παύλος στο δρόμο για την Δαμασκό, μας περιγράφει την εκστατική του εμπειρία όπου «σε εκείνονε τον ουρανό που πιο πολύ από το φως Του παίρνει, βρέθηκα εγώ και είδα πράγματα όπου να ξαναπεί ούτε γνωρίζει ούτε μπορεί, όποιος από κει πάνω κατεβαίνει. Γιατί, με την προσπάθεια της να εννοήσει τόσο βαθιά η διάνοια προχωρεί, όπου ξανά πια δεν μπορεί πίσω στη μνήμη να γυρίσει. […] Από τη μια μεριά το φως κι από την άλλη το σκοτάδι εσκέπαζε τον κόσμο όλο […] είδα την Βεατρίκη στ’ αριστερά στραμμένη, σαν τον αετό, κατάματα τον ήλιο ν’ αντικρίζει […] σαν τον προσκυνητή που στην πατρίδα θέλει να γυρίσει, έτσι με τη ματιά της μου ένευσε. Κι εγώ υπακούοντας, τα μάτια μου κατά τον ήλιο στρέφω με μια προσπάθεια υπεράνθρωπη».
Η ενατένιση αυτή προς το Ιερό Κέντρο, προς το Θείο Φως -που δεν είναι φως κατά φύση παρά μονάχα το φως αναλογεί καλύτερα σ’ αυτό το οποίο προσπαθούμε να περιγράψουμε ως Θείο- είναι ο ύστατος στόχος του ποιητή που επιτυγχάνετε μέσω από την μίμηση της αγαπημένης.
Η αναλογία εδώ ασφαλώς και δεν είναι ακριβής, η βασική τριάδα των πρωταγωνιστών όμως στο Όνειρο του Δάντη, παραπέμπει έντονα στην Πλωτινική ανθρωπολογία όπου το άπτωτο μέρος της Ψυχής παραμένει σε αιώνια ενατένιση του Νου δίχως ποτέ να σπιλώνεται από αυτό τον κόσμο. Αντίστοιχα η λευκοφορεμένη ως σαν παρθένα beata Βεατρίκη διαδραματίζει τον ρόλο της anima, της ευλογημένης ψυχής όταν η φιγούρα του Δάντη αποτελεί το corpus, ο μαύρος τάφος, το σήμα (το διακριτό σημείο) της ψυχής, μας εξηγεί ο Πλάτωνας, αφού η ψυχή σημαίνει δια του σώματος.
Όσον αφορά δε τον Έρωτα, σαν τον Βιργίλιο λειτουργεί ως οδηγός, αυτός που φέρει κοντά ξανά το διηρημένο (Εγώ) στο αδιαφοροποίητο (Είναι), που επιστρέφει τα ατελέστερα στο αίτιο της ύπαρξης τους. Κρατά από τον χέρι τον Δάντη και τον φέρνει κοντά στην θέα της κοιμισμένης δέσποινας. Καλεί τον ποιητή σε μια ενεργή επαφή με το κάλλος που η ίδια αντιπροσωπεύει, το κάλλος για το οποίο ο Πρόκλος ετυμολογεί από το καλείν εις αυτό. Το κάλεσμα αυτό δεν είναι παρά στο αληθινό αίτιο της ύπαρξης, η επιστροφή στο αιώνιο, σ’ αυτό που είναι αληθινό. Ο Πλάτωνας το γράφει ξεκάθαρα: «του ολόκληρου η επιθυμία και η επιδίωξη ονομάζεται έρωτας». Ο ερωτευμένος -όπως ο Δάντης αλλά και ο κάθε Δάντης- δεν αποζητά απλά τον άλλο, στο βλέμμα του αγαπημένου, λαχταρά για το όλο.